- απολύσωνας
- ο обл увольнение; устранение;
του δώκανε τον απολύσωνα του — его уволили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του δώκανε τον απολύσωνα του — его уволили
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολυσώνας — κ. σιώνας, ο 1. χώρος όπου βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατα ή άλλα ζωντανά 2. ελευθερία να μαζέψει κανείς τις ελιές που απόμειναν στο λιοστάσι 3. ελευθερία βοσκής 4. ελεύθερη διαβίωση, ασυδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυση + (παραγωγική κατάλ.) ώνας] … Dictionary of Greek