απολύσωνας

απολύσωνας
ο обл увольнение; устранение;

του δώκανε τον απολύσωνα του — его уволили


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απολύσωνας" в других словарях:

  • απολυσώνας — κ. σιώνας, ο 1. χώρος όπου βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατα ή άλλα ζωντανά 2. ελευθερία να μαζέψει κανείς τις ελιές που απόμειναν στο λιοστάσι 3. ελευθερία βοσκής 4. ελεύθερη διαβίωση, ασυδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυση + (παραγωγική κατάλ.) ώνας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»